παραγώγιση

παραγώγιση
η
η εύρεση τού διαφορικού μιας συνάρτησης, διαφόριση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράγωγος, μέσω αμάρτυρου *παραγωγίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παραγωγίσιμος — η, ο [παραγώγιση] μαθ. αυτός τού οποίου είναι δυνατή η παραγώγιση …   Dictionary of Greek

  • ολοκλήρωμα — Έστω f μια πραγματική συνάρτηση της πραγματικής μεταβλητής x, ορισμένη σε ένα κλειστό διάστημα, έστω I, με άκρα του α, β (α < β). Υποθέτουμε ότι η συνάρτηση f είναι φραγμένη, δηλαδή ότι υπάρχει κάποιος k ≥ 0, έτσι ώστε να ισχύει f(x ≤ 0), για… …   Dictionary of Greek

  • παράγωγος — η, ο / παράγωγος, ον, ΝΜΑ [παράγω] γραμμ. (ιδίως για λέξεις) αυτός που σχηματίζεται από άλλον με την προσθήκη παραγωγικής κατάληξης νεοελλ. 1. αυτός που παράγεται από άλλον 2. το ουδ. ως ουσ. το παράγωγο i) χημ. ένωση η οποία προέρχεται από άλλη… …   Dictionary of Greek

  • Έρενφεστ, Πάουλ — (Paul Ehrenfest, Βιέννη 1880 – Άμστερνταμ 1933). Αυστριακός θεωρητικός φυσικός. Τελείωσε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Βιέννης (1904) και το 1912 –έπειτα από παραμονή μερικών χρόνων στη Ρωσία– έγινε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Λέιντεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”